- συμφιλιωτικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συντελεί στη συμφιλίωση («οι συμφιλιωτικές προσπάθειες απέδωσαν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφιλιωτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμφιλιωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη συμφιλίωση: Δεν εγκατέλειψε τις συμφιλιωτικές του προσπάθειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχισυναγωγός — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… … Dictionary of Greek
διαλλακτικός — ή, ό (AM διαλλακτικός, ή, όν) [διαλλάσσω] συμφιλιωτικός, συμβιβαστικός … Dictionary of Greek
φιλιωτικός — ή, όν, Α [φιλιῶ] αυτός που συντελεί στη συμφιλίωση, συμφιλιωτικός … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek
διαλλακτικός, -ή — ό επίρρ. ά αυτός που αποφεύγει τις συγκρούσεις και τις διαφωνίες, συμβιβαστικός, συμφιλιωτικός: Μ’ αρέσει να συζητώ τα προβλήματά μου μαζί του, γιατί είναι άνθρωπος διαλλακτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ειρηνευτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνευση: Ειρηνευτικές διαθέσεις. 2. που συντελεί στην ειρήνευση, συμφιλιωτικός: Ειρηνευτική ενέργεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ειρηνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που υπάρχει ή συμβαίνει σε καιρό ειρήνης: Έργα ειρηνικά. 2. που συντελεί στην ειρήνη, ειρηνευτικός, συμφιλιωτικός: Ειρηνικές προσπάθειες του ΟΗΕ. 3. που αγαπάει την ειρήνη, φιλειρηνικός, φιλήσυχος: Ειρηνικός λαός. – Ειρηνικός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδιαλλακτικός — ή, ό συμφιλιωτικός: Έπαιξε ρόλο συνδιαλλακτικό ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μέρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)